ληξιαρχία

ληξιαρχία
ληξιαρχία, ἡ (Α) [ληξίαρχος]
η καταγραφή, στα ληξιαρχικά βιβλία, τών νέων που έφθαναν σε νόμιμη ηλικία σε κάθε αθηναϊκό δήμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”